τρεπομένους

τρεπομένους
τρέπω
Studien zum griech. Perf.
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… …   Dictionary of Greek

  • υποστρέφω — ὑποστρέφω, ΝΜΑ [στρέφω] 1. στρέφω προς τα πίσω, πισωγυρίζω 2. (για νόσο) υποτροπιάζω νεοελλ. ναυτ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου στρέφοντας την πρύμνη προς τον άνεμο αρχ. 1. επαναφέρω 2. δίνω πίσω, επιστρέφω 3. (σχετικά με τόνο) αποβάλλω 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”